Η άγνοια γραφής και ανάγνωσης, ονομάζεται με μία λέξη αναλφαβητισμός.
Άρα ο αναλφαβητισμός συνίσταται στην αδυναμία ενός ανθρώπου να γράψει ή να διαβάσει ή και τα δύο.
Όχι απαραίτητα!
Όταν μιλάμε για ένα άτομο το οποίο δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να μάθει γραφή και ανάγνωση, τότε μιλάμε για την πρώτη κατηγορία του αναλφαβητισμού που ονομάζεται οργανικός. Στην περίπτωση του οργανικού αναλφαβητισμού θα λέγαμε πως αυτός είναι ένα φαινόμενο που αναπαράγεται.
Στην πλειοψηφία του οργανικού αναλφαβητισμού, το φαινόμενο περνά από γενιά σε γενιά, αφού η εκπαίδευση των παιδιών εξαρτάται θα λέγαμε από το μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Μερικοί άλλοι παράγοντες του οργανικού αναλφαβητισμού εκτός από την κληρονομικότητα, είναι το φύλο του παιδιού, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας και φυσικά ο τόπος διαμονής της τελευταίας.
Άρα ο οργανικός αναλφαβητισμός συνίσταται στην αδυναμία ενός ανθρώπου/παιδιού να μορφωθεί, λόγω κάποιων καταστάσεων στο κοντινό του περιβάλλον, κάτι που συνέβαινε κυρίως τα παλαιότερα χρόνια. Γιατί όμως τα ποσοστά του αναλφαβητισμού δεν μειώνονται αφού εξελισσόμαστε και αφού οι περισσότεροι νέοι σήμερα λαμβάνουν την βασική τουλάχιστον εκπαίδευση;
Γιατί στην απέναντι πλευρά του οργανικού αναλφαβητισμού υπάρχει και ο ονομαζόμενος λειτουργικός ή η λεγόμενη «υπό - εκπαίδευση». Το άτομο που πάσχει από λειτουργικό αναλφαβητισμό έχει διδαχθεί κανονικά γραφή και ανάγνωση, αλλά δεν τις χρησιμοποιεί.
Είναι γνωστό ότι όσο διευρύνονται τα πεδία της γνώσης, τόσο περισσότερο γεμίζουμε πληροφορίες τον εγκέφαλό μας και έτσι εκείνος υποχρεώνεται να απορρίψει αρκετές προκειμένου να λάβει ακόμη περισσότερες. Όμως δυστυχώς, μαζί με τις άχρηστες πληροφορίες πολλές φορές πετάμε και τις χρήσιμες ακριβώς επειδή ποτέ δεν μάθαμε να τις διαχωρίζουμε.
Το φαινόμενο αυτό δείχνει να οφείλεται στον τρόπο μάθησης μέσω εξετάσεων, η οποία τυποποιεί τις σκέψεις των μαθητών, περιορίζει το εύρος της κριτικής τους και θέτει το μάθημα από δημιουργικό σε ένα στερεότυπο τύπο εκμάθησης. Κατά κάποιον τρόπο το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα μετατρέπει τη δημιουργική διδασκαλία σε μια ξερή αποστήθιση και έτσι παγώνει την σκέψη ενός μαθητή και τον μετατρέπει σε «παπαγάλο».
Ο όγκος της διδακτέας ύλης και οι διαρκείς εξετάσεις φαίνεται ότι δεν οδηγούν σε κάποια ανώτερα επίπεδα μόρφωσης. Αντίθετα, ακόμα και καλοί μαθητές που επιτυγχάνουν στις εξετάσεις τους, έχουν σοβαρά γνωστικά κενά, αδυναμία στην κατανόηση, έκφραση και χρήση της γλώσσας.
Έτσι, αναλφάβητος σήμερα είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί όχι μόνο ένας μαθητής σχολείου, αλλά ακόμη και ένας επιστήμονας που έχει διδαχθεί να κατανοεί μόνο ότι έχει σχέση με την δική του ειδικότητα, ενώ παράλληλα δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει με τομείς της πραγματικότητας που είναι πέρα από τους δικούς του ορίζοντες. Κοινώς, το άτομο που πάσχει από αυτήν την κατηγορία αναλφαβητισμού αδυνατεί να διαχειριστεί τον εαυτό του μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει.
Είναι βέβαιο ότι η ευθύνη για την αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού δεν ανήκει μόνο στον τομέα της εκπαίδευσης. Παρ’ όλα αυτά ο τομέας αυτός αποτελεί έναν βασικό τρόπο για την πρόληψή του. Για την καταπολέμηση του προβλήματος, χρειάζεται η ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση τόσο των κρατικών φορέων, όσο και η εξατομικευμένη συνεισφορά. Θα πρέπει να σκεφτόμαστε και να κοινωνικοποιούμαστε, να ενδιαφερόμαστε ως ενεργοί πολίτες για ότι συμβαίνει γύρω μας, έστω και αν δεν μας επηρεάζει, να παραμένουμε σταθεροί στις αξίες και ηθικές μας, χωρίς να περιορίζουμε τις ενασχολήσεις μας μόνο στον τομέα εξειδίκευσης μας.